- περιέρρεε
- περϊέρρεε , περιρρέωflow roundimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… … Dictionary of Greek